- ακαβάλητος
- -η, -ο [καβαλώ]1. αυτός που δεν έχει καβαλήσει άλογο, μουλάρι ή γαϊδούρι2. εκείνος που δεν τόν έχει ακόμη ή δεν μπορεί κανείς να τόν καβαλήσει«άλογο ακαβάλητο»3. (για γυναίκα ή θηλ. ζώο) αβάτευτος, ανόχευτος.
Dictionary of Greek. 2013.