ακαβάλητος

ακαβάλητος
-η, -ο [καβαλώ]
1. αυτός που δεν έχει καβαλήσει άλογο, μουλάρι ή γαϊδούρι
2. εκείνος που δεν τόν έχει ακόμη ή δεν μπορεί κανείς να τόν καβαλήσει
«άλογο ακαβάλητο»
3. (για γυναίκα ή θηλ. ζώο) αβάτευτος, ανόχευτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακαβάλητος — ακαβάλητος, η, ο και ακαβάλιστος, η, ο και ακαβαλίκευτος, η, ο 1. αυτός που ακόμη δεν καβάλησε: Ακαβάλητος καθώς ήταν άρχισε να φοβάται πάνω στ άλογο. 2. αυτός που ακόμη δεν καβαλήθηκε: Το άλογο, ακαβαλίκευτο ακόμη, ήταν πολύ άγριο, σχεδόν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαβάληγος — η, ο ο ακαβάλητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”